Ηostis Iudicatus: Κείμενο ύπαρξης

Ο πόλεμος και η μεταναστευτική «κρίση»

Αυτό που ακούμε τώρα τελευταία πολύ συχνά στην κυρίαρχη αφήγηση και ονομάζεται μεταναστευτική «κρίση» δεν είναι κάτι που ξεφύτρωσε ξαφνικά από το πουθενά. Ούτε προέκυψε αποκλειστικά από την πολεμική σύγκρουση στην Συρία. Οι πολεμικές επεμβάσεις που σχεδίασαν και υλοποίησαν μια σειρά από δυτικά κράτη την δεκαετία του ‘90 ήταν βέβαιο, και τα κράτη αυτά το γνώριζαν, πως θα αναγκάσουν εκατομμύρια ανθρώπων να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Το βλέμμα των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών της υφηλίου στράφηκε εκ νέου στην Ανατολή, στην Αφρική και στα Βαλκάνια ως ένα καινοφανές πεδίο εφαρμογής των ιμπεριαλιστικών πολιτικών τους.

Οι μετανάστες/στριες που ήρθαν στον ελλαδικό χώρο την δεκαετία του ‘90 ήταν κυρίως από την περιοχή των Βαλκανίων. Η «ανοικοδόμηση» της χώρας έπεσε πάνω στις πλάτες αυτών των ανδρών και των γυναικών. Έπαιξαν τον ρόλο του πιο φτηνού εργατικού δυναμικού, ενώ ταυτόχρονα δέχονταν τις σφαίρες και τις νάρκες του ελληνικού κράτους. Επιπλέον, ο «εγγενής» ρατσισμός της ελληνικής κοινωνίας πολλές φορές εκφραζόταν επιθετικά με πογκρόμ εναντίον τους.

Η συγκυρία που προκύπτει μετά το 2001, με τις διαδοχικές πολεμικές εισβολές της κυριαρχίας στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της κεντρικής Ασίας, φέρνει ένα νέο παράδειγμα στις μεταναστευτικές πολιτικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο πόλεμος χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά ως ένα εργαλείο για την επέκταση και την δημιουργία νέων αγορών για το κεφάλαιο, ενώ παράλληλα τονίζει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη της Δύσης. Στο πλαίσιο της συζήτησης για την παγκοσμιοποίηση η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων δεν συμβαδίζει με την ελευθερία μετακίνησης των ανθρώπων που προέρχονται από τις λεγόμενες χώρες του «Τρίτου Κόσμου». Η πορεία μετανάστευσης  που θα ακολουθήσουν οι πληθυσμοί που επλήγησαν από τις συρράξεις θα είναι με κατεύθυνση προς την Ευρώπη.

Στο πλαίσιο της γενικευμένης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που σηματοδοτήθηκε με την χρεοκοπία της Lehman Βrothers το 2008 ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας αλλάζει μορφή και παίρνει νέα χαρακτηριστικά. Η κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται, αποτελεί μια νέα συνθήκη για την ίδια την αξία της ζωής στον καπιταλισμό. Η θέση των μεταναστών/στριών υποτιμάται και υποβιβάζεται σε τέτοιο σημείο ώστε απλά να περισσεύουν. Επιστρέφοντας στον ελλαδικό χώρο, οι διαρκείς προσπάθειες του ελληνικού κράτους και του κεφαλαίου για την συνολική υποτίμηση των εγχώριων εργασιακών σχέσεων, πέρασε πρώτα απ’ όλα πάνω από την υποβάθμιση της θέσης των μεταναστών/στριών. Το παράδειγμα, όπως αυτό των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 αποδεικνύει την ευκαιριακή χρήση της εργατικής δύναμης αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι αρχίζουν να προέρχονται πια και από χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Ταυτόχρονα καθίστανται με τεχνητό τρόπο οι «θύτες» για τα διάφορα δεινά της ελληνικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που ο ρατσισμός αποτελεί καίριο και βασικό συστατικό της σύνθεσής της.

Σιγά σιγά μετά το 2006-7, με ιδιαίτερη κορύφωση το 2012, το νέο παράδειγμα στην μεταναστευτική πολιτική αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά και στον ελλαδικό χώρο. Ο νέος όρος που έρχεται και προστίθεται στο ήδη υπάρχον καθεστώς της μεταναστευτικής πολιτικής είναι αυτό του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έτσι, από τον παροδικό εγκλεισμό σε Αστυνομικά Τμήματα (βλ. Πέτρου Ράλλη) περνάμε πια σε μόνιμο εγκλεισμό σε ειδικούς χώρους που κατασκευάστηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ο τότε υπουργός δημόσιας τάξης επίσημα θα εγκαινιάσει αυτά τα κέντρα εγκλεισμού, όπως η Αμυγδαλέζα, το Μάρτιο του 2012 με την ονομασία «κέντρα κλειστής προσωρινής φιλοξενίας παράνομων μεταναστών». Επιπλέον, νέες μορφές επιχειρήσεων «σκούπα» των μπάτσων με το ευφάνταστο όνομα «Ξένιος Δίας» ολοκληρώνουν την κατάσταση ελέγχου και καταστολής που προωθούνται για τους μετανάστες/στριες. Φτάνοντας στο σήμερα η πρακτική αυτή θα συνεχίζεται και μάλιστα θα εντείνεται περαιτέρω, με πρόσχημα την διαχείριση, από την πλευρά του ελληνικού κράτους, των χιλιάδων μεταναστών που περνούν από τον ελλαδικό χώρο ως αποτέλεσμα των πολεμικών επεμβάσεων της κυριαρχίας στην Συρία και όχι μόνο. Η νέα συνθήκη που διαμορφώνεται αποτελεί μια νέα κατάσταση εξαίρεσης, η οποία, απ’ ότι φαίνεται, έχει έρθει για να παραμείνει ως μόνιμο καθεστώς.

Η «κατάσταση εξαίρεσης» ως μόνιμο καθεστώς

Ο όρος «κατάσταση εξαίρεσης» αναφέρεται στην προσωρινή λήψη έκτακτων μέτρων σε περιόδους πολιτικής κρίσης. Σύμφωνα με την κατάσταση αυτή, ο κυρίαρχος βρίσκεται ταυτόχρονα εντός και εκτός της έννομης τάξης. Κατά τον ίδιο τρόπο, η  κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» ορίζεται ως η αναστολή του νόμου από τον ίδιο τον νόμο, παράλληλα με την ανάδυση μιας ζώνης ανομίας μέσα στην ίδια τη έννομη τάξη. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της κατάστασης εξαίρεσης δεν είναι τόσο η αναστολή της διάκρισης των εξουσιών, όσο «η απομόνωση της ισχύος του νόμου από τον ίδιο το νόμο». Mε άλλα λόγια είναι η κατάσταση κατά την οποία, στο πλαίσιο ενός «καθεστώτος δικαίου» από τη μια πλευρά, μια πράξη αν και αποτελεί τον κανόνα, παρ’ όλα αυτά δεν εφαρμόζεται, ενώ αντιθέτως άλλες πράξεις, που δεν είχαν την «κάλυψη» και την ισχύ νόμου, την αποκτούν. Επομένως, πραγματικές διαδικασίες, εκ των πραγμάτων εκτός του νόμου, μετατρέπονται σε δίκαιο, ενώ παράλληλα οι νομικοί κανόνες δεν προσδιορίζονται ως γεγονός.

Οι έννοιες της «κατάστασης εξαίρεσης» και της «έκτακτης ανάγκης» θεωρούνται ταυτόσημες. Η «κατάσταση εξαίρεσης», η οποία ενώ αρχικά είχε ένα νόημα προσωρινών μέτρων, ουσιαστικά για να αντιμετωπίσει τον έκτακτο χαρακτήρα ενός συμβάντος, στην πορεία απέκτησε μια κανονική μορφή και αποτέλεσε έκτοτε μια τεχνική και καταστατική μορφή διακυβέρνησης. Δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την πολιτική ζωή των σύγχρονων ευρωπαϊκών αστικοδημοκρατικών κοινωνιών, αν δεν λάβουμε υπόψη μας, το ότι η κατάσταση εξαίρεσης έχει καταστεί πια ο κανόνας. Η έκτακτη ανάγκη, μέσω της όλο και μεγαλύτερης γενίκευσης του παραδείγματος των αιτημάτων για «ασφάλεια», παραμένει ως τις μέρες μας το βασικό μοτίβο διακυβέρνησης. Ο νόμος αυτοαναιρείται διαρκώς, καθώς μια σειρά νομοθετήσεων πραγματοποιείται μέσω έκτακτων τροπολογιών, Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου κ.ο.κ, έτσι ώστε να διευθετείται και να ρυθμίζεται κάθε φορά μια εξαιρετικά επείγουσα έκτακτη ανάγκη.

Στις μέρες μας η εξουσία χρησιμοποιεί μια ποικιλία τεχνικών διακυβέρνησης ώστε να διαχειρίζεται κομμάτια του πληθυσμού. Αυτό στο οποίο αποσκοπεί κάθε φορά που επεμβαίνει δεν είναι η διατήρηση της τάξης, αλλά η διαχείριση της με όχημα μια έκτακτη ανάγκη. Επικαλούμενη κρίσιμες καταστάσεις ανομίας (βίαιες ταραχές, εξεγέρσεις και «έκτακτα» γεγονότα κ.ο.κ) παρεμβαίνει και τις διαχειρίζεται ώστε να τις ελέγξει. Το ίδιο το αίτημα περί ενίσχυσης της «ασφάλειας», που προβάλλεται, υπό τον φόβο κατασκευασμένων κινδύνων, προέρχεται από την κατάσταση εξαίρεσης.

Με την «προβληματικοποίηση» της μετανάστευσης, ως μια από τις τεχνικές διακυβέρνησης που χρησιμοποιεί, το ελληνικό κράτος έρχεται να διαχειριστεί το «φόβο» και την «απειλή» που υποτίθεται ότι προκαλεί η παρουσία των μεταναστών/στριών στην χώρα. Με μοναδική πρόφαση να αποτραπεί κάποιο απειλητικό συμβάν που θα διατάρασσε τον κοινωνικό ιστό και την «δημόσια ασφάλεια» προωθείται ο επιθετικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων και πιο συγκεκριμένα των μεταναστών/στριών, οι οποίοι/ες εισέρχονται σε ένα καθεστώς εξαίρεσης, μέσω του εγκλεισμού τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Άμεσα ξεκινούν να δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με το «ποιες ζωές είναι άξιες να βιωθούν». Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι χώροι όπου εγκλείονται μετανάστες/στριες, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου. Οι ίδιοι, στερούμενοι του βασικού δικαιώματος τους στην ελεύθερη μετακίνηση και χωρίς να έχουν τελέσει κανένα αδίκημα, φυλακίζονται κυρίως με κριτήριο την ιδιότητα τους (ως μετανάστες/στριες) αλλά και την ταξική τους θέση.

Η επιτήρηση της ίδιας της ζωής των μεταναστών/στριών σε κάθε έκφανση της περνάει μέσα από τον έλεγχο και εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπό συνθήκες διαβίωσης που κρίνονται από απλώς κακές ως απάνθρωπες. Οι μετανάστες/στριες καταλήγουν να γίνονται υπάρξεις, πάνω στο σώμα των οποίων αρχίζει να υλοποιείται η ολοκληρωτική βιοπολιτική διαχείριση. Αυτοί οι διαχωρισμοί μεταξύ ομάδων του πληθυσμού δημιουργούν νέους τύπους εσωτερικών συνόρων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκύπτει μια σημαντική διάκριση, σε πολίτες από τη μια πλευρά με πλήρη δικαιώματα, σε αντίθεση με αυτούς που τα έχουν στερηθεί, όντας αποκλεισμένοι. Υπό αυτήν την έννοια, τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, μέσω μιας άτυπης κατάστασης έκτακτης ανάγκης που κηρύσσει η εκάστοτε εξουσία, αποτελούν τόπους εξαίρεσης.

Αυτό, έχει επιπλέον ως συνέπεια την παραγωγή ηγεμονικών λόγων περί καθαρότητας, οι οποίοι με τη σειρά τους αυξάνουν την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, επιρρίπτουν ευθύνες για τα δεινά του ντόπιου πληθυσμού στους μετανάστες/στριες, σε σημείο να γίνονται προσπάθειες «εγκληματικοποίησης» της φύσης τους. Έτσι παράγονται διακρίσεις ανάμεσα στο «Εμείς» και το «Αυτοί», οι οποίοι «δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εδώ», θα πρέπει να αποκλείονται από το δημόσιο χώρο, να καθίστανται αόρατοι εκεί όπου το βλέμμα δεν φτάνει, με μοναδική κατηγορία αυτό που είναι: διαφορετικοί. Η παραπάνω διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα τέτοια καθεστώτα Λόγου-Εξουσίας να καθιστούν την εθνική ασφάλεια ως κατεξοχήν ρυθμιστική αρχή, η οποία δικαιολογεί την άσκηση νόμιμης και μη νόμιμης βίας μέσω των διάφορων μηχανισμών της κυρίαρχης εξουσίας.

Μορφές διαχείρισης

Σήμερα οι διάφοροι μηχανισμοί της εξουσίας έχουν ως βασικό σκοπό την διαχείριση και αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ως «πρόβλημα». Η  διαχείριση αυτή λαμβάνει πολλές μορφές, από την δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης (με τις διάφορες ονομασίες τους ως hot spot, κέντρα φιλοξενίας κτλ), την κατασκευή φρακτών ως μέσο αποτροπής διέλευσης μέσω των χερσαίων συνόρων, τις απελάσεις, την προώθηση της φιλανθρωπίας, μέχρι την υποκίνηση πογκρόμ και ρατσιστικών επιθέσεων. Οι εκφραστές αυτών των πολιτικών, είτε εθνικοί είτε υπερεθνικοί, συνεργάζονται με άλλοτε με αγαστή σύμπνοια κι άλλοτε αντιπαραθετικά. Το ελληνικό κράτος με πρόφαση την ανικανότητα του ως προς την διαχείριση του μεταναστευτικού, πιέζει την ΕΕ ώστε να του παράσχει έκτακτα χρηματικά κονδύλια τα οποία τα κατασπαταλά σε υπουργεία, μπάτσους, λιμενικό και ΜΚΟ.  Παράλληλα, επικροτεί την παρουσία του ΝΑΤΟ ως επιτηρητή στο Αιγαίο.

Το 2004 δημιουργείται η Frontex  με σκοπό τη φύλαξη και τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορων των κρατών μελών έχοντας έναν αποτρεπτικό ρόλο. Ήδη από το 2007 έστελνε αντιπροσώπους και εξοπλισμό στα ελληνικά νησιά. Μετά το 2009 υπάρχει και επίσημη συνεργασία με τις ελληνικές αρχές στον τομέα των απελάσεων και των επαναπροωθήσεων των μεταναστών/στριών. Το 2011 με την επιχείρηση «Ποσειδώνας» η παρουσία της αναπτύσσεται και καθιερώνεται σε μόνιμη βάση στα χερσαία και θαλάσσια ελληνικά σύνορα. Η Frontex σε πολλές περιπτώσεις συνεργάζεται με τις διάφορες ΜΚΟ (Promaid, ProΑctiva, DRC και Γιατροί Χωρίς Σύνορα) που αναπτύσσονται στα ελληνικά νησιά όπως και σε πολλές περιπτώσεις στην ηπειρωτική χώρα (βλ. Ειδομένη).

Ο ρόλος των ΜΚΟ στη διαχείριση του μεταναστευτικού σήμερα δεν είναι η απλή φιλάνθρωπη βοήθεια, όπως προβάλλεται και παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ και την κυρίαρχη αφήγηση. Ενώ δηλώνουν μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, παρ’ όλα αυτά ελέγχονται και χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς θεσμούς, κράτη και ιδιώτες με πρόσχημα την αντιμετώπιση ανθρωπιστικών κρίσεων. Στην ουσία είναι οργανισμοί που στηρίζουν την ύπαρξη τους στην διαχείριση του μεταναστευτικού, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του και όχι στη λύση του. Η συνεργασία των ΜΚΟ με την Frontex στα θαλάσσια σύνορα ήταν διφορούμενη. Από την μια υπήρχαν περιπτώσεις αγαστής συνεργασίας μεταξύ τους, όπου οι ΜΚΟ υποδέχονταν μαζί με την Frontex μετανάστες/στριες. Από την άλλη, εφόσον η Frontex δεν είχε κάποιο ανώτερο θεσμικό πλαίσιο να την ελέγχει αποφάσιζε μόνη της με ποιον θα συνεργαστεί ανάλογα με τους στόχους της. Από τον περασμένο Φεβρουάριο στο Αιγαίο γίνεται αισθητή η παρουσία του ΝΑΤΟ με την δικαιολογία της επίβλεψης και καταγραφής των μεταναστών/στριών ενημερώνοντας το λιμενικό και την Frontex.

Έναν μήνα αργότερα στην ήδη υπάρχουσα κατάσταση προστέθηκε και η συμφωνία της Τουρκίας με την ΕΕ σύμφωνα με την οποία θα ελέγχεται η μετακίνηση των μεταναστών απ’ την Τουρκία στην Ευρώπη. Ο συγκεκριμένος έλεγχος σχετίζεται με το ποιοι θα φεύγουν από την ΕΕ και ποιοι θα εισέρχονται. Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα, από το καλοκαίρι του 2015 και έπειτα, η ανάδειξη των μεταναστών/στριών από τα ΜΜΕ ως οι κατατρεγμένοι του πολέμου καλλιέργησε την στροφή προς μια φιλάνθρωπη πρόσληψη τους από την ελληνική κοινωνία. Μια φιλανθρωπία η οποία δεν βασίζεται στην αλληλεγγύη αλλά αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση εγωιστικών συμφερόντων της μικροαστικής κοινωνίας με την παροχή βραχυπρόθεσμης υλικής βοήθειας. Σε αυτό τον τομέα ο ρόλος της εκκλησίας και των προσκείμενων σε αυτήν ΜΚΟ ήταν κομβικός με την οργάνωση συσσιτίων, το μάζεμα τροφίμων και άλλων υλικών αγαθών. Παράλληλα, ενυπήρχε το οικονομικό ξεζούμισμα τους με σκοπό το ευκολότερο και μεγαλύτερο κέρδος από την πλευρά των επιχειρηματιών (2-3e για ένα μπουκαλάικι νερό, χρήση τουαλέτας, καυγάδες μεταξύ τους για το ποιος θα τους “εξυπηρετήσει”, φόρτιση μπαταριών κινητού κ.α). Στην παραπάνω οικονομική εκμετάλλευση έρχονται να προστεθούν και «φωνές» που υποστήριζαν πρακτικές που θα τους έκαναν το “βίο αβίωτο” ώστε να εγκαταλείψουν την χώρα το συντομότερο δυνατό ως μη ευπρόσδεκτοι/ες.

Μετά το τέλος του καλοκαιριού του 2015 με το κλείσιμο των συνόρων των γειτονικών κρατών (καθώς τα ελληνικά είχαν κλείσει πριν από χρόνια με αποκορύφωμα την ύψωση του φράχτη στον Έβρο) ξεκίνησε ο τεχνητός διαχωρισμός σε πρόσφυγες και μετανάστες. Συνέχεια αυτού ήταν η εγκατάλειψη της αόριστης φιλανθρωπίας με αποτέλεσμα να φανερωθεί ξανά η ρατσιστική διάθεση των ντόπιων. Μέσα σε αυτή την κατάσταση οι ίδιοι ζήτησαν από το κράτος λύσεις για το μεταναστευτικό, οι οποίες δόθηκαν με την δημιουργία ακόμη περισσότερων στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ήταν αυτοί που τελικά θα εξοργίζονταν μιας και μερικά από αυτά έτυχε να κατασκευαστούν κοντά στους τόπους κατοικίας τους. Πράγμα που τους έκανε να εμποδίσουν σε κάποιες περιπτώσεις την κατασκευή τους (βλ. Σχιστό, Θεσσαλονίκη) όπως και να προσπαθήσουν μέχρι και την ολοσχερή καταστροφή τους (βλ. Λάρισα, Γιαννιτσά). Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ρατσιστικές επιθέσεις επανήλθαν πάλι δυναμικά στο προσκήνιο με την κάλυψη του κράτους και οι φασίστες βρήκαν πάτημα να προπαγανδίσουν ξανά την ναζιστική ιδεολογία του μίσους.

Ταυτόχρονα χιλιάδες μετανάστες εγκλωβίστηκαν σε διάφορες περιοχές, όπως η Ειδομένη, ελπίζοντας να ανοίξουν τα σύνορα και να τα περάσουν. Η εικόνα σε πολλά βενζινάδικα της χώρας και ΣΕΑ, όπου στήνονταν άτυποι καταυλισμοί ως προαναχωρησιακοί χώροι ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας κατά την οποία οι μπάτσοι προσπαθούσαν χωρίς εμφανές σχέδιο να ελέγξουν τους όλο και αυξανόμενους πληθυσμούς μεταναστών/στριών που κατέφθαναν μέχρι να υλοποιηθεί η κατασκευή των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Στην τεχνητή κατάσταση χάους που προέβαλαν οι κρατικές αρχές πάνω στο «ζήτημα» η ίδια η κοινωνία ήταν αυτή που είχε την απαίτηση να εμπλακεί ο στρατός και να δώσει λύσεις. Το αίτημα αυτό ικανοποιήθηκε τελικά με την δημιουργία των νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης (hot spot, κέντρα μετεγκατάστασης), τα οποία έστησε αλλά και τα φυλάσσει ο ελληνικός στρατός μαζί με τους μπάτσους. Με το οριστικό κλείσιμο των συνόρων και τον εγκλωβισμό των μεταναστών/στριών στην χώρα, οι όροι ελεύθερης μετακίνησης τους περιορίστηκαν με εκβιαστικές διευθετήσεις (βλ. ωράρια εξόδου από τους χώρους κράτησης με κίνδυνο να χαθεί το νομικό καθεστώς παραμονής τους σε αυτά) και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έγιναν οι χώροι εγκλεισμού τους.

Η αλληλεγγύη ανοίγει περάσματα

 Θεωρούμε πως το μεταναστευτικό ζήτημα ένα από τα κεντρικότερα θέματα της πολιτικής πραγματικότητας και επιλέγουμε να είμαστε αλληλέγγυα δίπλα στους/στις μετανάστες/στριες. Μέσω του λόγου και των δράσεών μας θέλουμε να συμβάλλουμε στο γκρέμισμα της κατάστασης εξαίρεσης και μη ορατότητας που έχει επιβληθεί στους/στις μετανάστες/στριες ιδιαίτερα στην παρούσα περίοδο καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης. Επιλέγουμε αυτόν τον δρόμο γιατί μόνο αυτός μας φαίνεται ρεαλιστικός. Καταλαβαίνουμε πως κάθε άλλος δρόμος πάντα με κάποιο τρόπο συνδέεται με την καταστροφική μηχανή που γεννάει τους/τις μετανάστες/στριες. Η αλληλεγγύη προέρχεται από την ανάγκη μας να μην ανεχτούμε οποιαδήποτε παθητική ή ενεργητική συνεργασία στην καταπίεση των μεταναστών/στριών. Διαχωρίζουμε την φιλανθρωπία ως μία ταπεινωτική αλληλουχία διαδικασιών για όσους την λαμβάνουν, που αδυνατεί να προκαλέσει συγκρούσεις με τις έμμεσες και άμεσες σχέσεις εξουσίας.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η αλληλεγγύη ποινικοποιείται και καταστέλλεται με διάφορους τρόπους από την κυρίαρχη εξουσία.  Τα πρόσφατα παραδείγματα εκκένωσης των καταλήψεων μεταναστών/στριών στη Θεσσαλονίκη δείχνουν ξεκάθαρα τις προθέσεις του κράτους και των μηχανισμών του απέναντι σε πολιτικά εγχειρήματα που έχουν βάση την έμπρακτη αλληλεγγύη ντόπιων και μεταναστών/στριών. Αν και στις παραπάνω περιπτώσεις τηρήθηκαν τα «νομικά» προσχήματα του αστικού κράτους, στην περίπτωση προσπάθειας εμπρησμού της κατάληψης Νοταρά στην Αθήνα το (παρα)κράτος έδρασε κεκαλυμμένα.

Ως συνέλευση­ επιδιώκουμε την όξυνση του αγώνα ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με σκοπό την κατάργηση της ύπαρξης τους. Στόχος μας δεν είναι η προσφορά ενός παυσίπονου βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στα δεκάδες αφιλόξενα στρατόπεδα αλλά η οριστική εκθεμελίωση τους. Στηρίζουμε ηθικά και πολιτικά τους/τις μετανάστες/στριες δημιουργώντας κοινότητες αλληλεγγύης ως ορμητήρια μελλοντικών επιθέσεων. Διεκδικούμε μαζί τους την ελεύθερη μετακίνηση τους ζητώντας χαρτιά για όλους και όλες, επιθυμώντας να επιλέγουν οι ίδιοι τον τόπο διαμονής τους.

Διεκδικούμε μια μορφή αλληλεγγύης η οποία ανατρέπει την σιγουριά των θέσεών μας και μας τοποθετεί έμπρακτα δίπλα τους ξεκλειδώνοντας νέους ορίζοντες στους κινηματικούς αγώνες και δημιουργώντας νέες πολιτικές συνθέσεις. Επιλέγουμε τα εργαλεία και ο λόγος μας να στραφούν προς την ταξική αλληλεγγύη και όχι προς τη φιλανθρωπία. Προς την συντροφικότητα και όχι προς τον διαχωρισμό.

 Ηostis Iudicatus

Συνέλευση Αλληλεγγύης διακηρυγμένων εχθρών του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης

newlogo3

*Ηostis Iudicatus: η διπλή πρόσληψη του «εσωτερικού» εχθρού από την κυρίαρχη εξουσία, από την μία πλευρά οι μετανάστες/στριες και από την άλλη οι αλληλέγγυοι/ες